- εὕρεται
- εὑρίσκωfindaor subj mid 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὑρεταί — εὑρετής an inventor masc nom/voc pl εὑρετός discoverable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CADMUS — I. CADMUS Agenoris fil. Phoenicum Rex. Alii eum e Tyro, alii autem e Sidone arcessunt, quibus habenda potior fides, quia Cadmi aevô Tyrus nondum erat condita. Regis filium Graeci faciunt, ut suo honori consulant, quia regnavit in Graecia; sed hoc … Hofmann J. Lexicon universale
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
ληιστοσάλπιγγες — ληϊστοσάλπιγγες (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ Τυρρηνοί ἐπειδὴ πρῶτοι σάλπιγγος εὑρεταὶ γεγόνασιν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ληϊστής + σάλπιγξ) … Dictionary of Greek
εὕρετ' — εὕρετι , εὕρετις fem voc sg εὕρετο , εὑρίσκω find aor ind mid 3rd sg εὕρετε , εὑρίσκω find aor subj act 2nd pl (epic) εὕρετε , εὑρίσκω find aor imperat act 2nd pl εὕρετε , εὑρίσκω find aor ind act 2nd pl εὕρεται , εὑρίσκω find aor subj mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)